Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Πομφόλυγες

Ετυμολογία
αρχαία ελληνική πομφόλυξ

Ουσιαστικό
πομφόλυγα θηλυκό ή πομφόλυγας
1) φουσκάλα στο δέρμα γεμάτη υγρό
2) λόγος χωρίς ουσία
3) επικοινωνιακές/οί πομφόλυγες

Δεν υπάρχουν σχόλια: